- αμφώβολος
- ἀμφώβολος, ο (ΑΜ)1. ακόντιο ή οβελός με αιχμή και στα δύο άκρα2. (ως επίθ. στον πληθ. τού ουδ.) τὰ ἀμφώβολαα) (για τα θυσιαζόμενα ζώα) ψημένα στη σούβλαβ) κατά τον Ευστάθιο, η μαντεία κατόπιν εξετάσεως τών σπλάχνων από τα θυσιαζόμενα ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)-* + ὀβολὸς «σούβλα»].
Dictionary of Greek. 2013.